- ὁπότερα
- ὁπότεροςwhich of twoneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὁποτέρα — ὁποτέρᾱ , ὁπότερος which of two fem nom/voc/acc dual ὁποτέρᾱ , ὁπότερος which of two fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁποτέρᾳ — ὁποτέρᾱͅ , ὁπότερος which of two fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁποτέρας — ὁποτέρᾱς , ὁπότερος which of two fem acc pl ὁποτέρᾱς , ὁπότερος which of two fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁποτέραν — ὁποτέρᾱν , ὁπότερος which of two fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπότερ' — ὁπότερα , ὁπότερος which of two neut nom/voc/acc pl ὁπότερε , ὁπότερος which of two masc voc sg ὁπότεραι , ὁπότερος which of two fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπότερος — ὁπότερος, επικ. τ. ὁππότερος, ιων. τ. ὁκότερος, έρα, ον (Α) (αντων.) 1. (ως αναφ.) ποιος από τους δύο 2. (με το ἂν ή το κεν και με υποτ. σχετικά με αόρ. γενικότητα) όποιος από τους δύο και αν, οποιοσδήποτε 3. (ως αόρ.) ο ένας από τους δύο, όποιος … Dictionary of Greek
χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… … Dictionary of Greek